- ὀφεόδηκτος
- ὀφεόδηκτοςbitten by a serpentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφεόδηκτος — ὀφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., ὀφεώδηκτος, ον (Μ) βλ. οφιόδηκτος … Dictionary of Greek
ὀφεοδήκτους — ὀφεόδηκτος bitten by a serpent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφεοδήκτων — ὀφεόδηκτος bitten by a serpent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφιόδηκτος — η, ο (ΑΜ ὀφιόδηκτος, ον Μ και οφεόδηκτος και, κατά δ. γρφ., οφεώδηκτος, ον) αυτός που δαγκώθηκε από φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος / εως + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] … Dictionary of Greek